εορταστικος

εορταστικος
    ἑορταστικός
    ἑορτᾰστικός
    3
    1) устраиваемый в честь праздника
    

(μάχη Plat.)

    2) праздничный
    

(ἡμέρα Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εορταστικος" в других словарях:

  • ἑορταστικός — fit for a festival masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών …   Dictionary of Greek

  • εορταστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε εορτή ή εορτασμό, που γίνεται για εορτασμό ή που συμβαίνει σε εορτασμό, πανηγυρικός, πανηγυριώτικος: Εορταστική ατμόσφαιρα. 2. ο ευχετήριος για τη γιορτή κάποιου: Εορταστικό τηλεγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑορταστικῶν — ἑορταστικός fit for a festival fem gen pl ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικόν — ἑορταστικός fit for a festival masc acc sg ἑορταστικός fit for a festival neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικαῖς — ἑορταστικός fit for a festival fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικαί — ἑορταστικός fit for a festival fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικοῖς — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικοί — ἑορταστικός fit for a festival masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικοῦ — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑορταστικούς — ἑορταστικός fit for a festival masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»